μακρηγορία

μακρηγορία
η
1. διεξοδικός λόγος: Οι μακρηγορίες του τελικά με πείθουν.
2. μακρολογία: Με τη μακρηγορία του ξέφυγε από το θέμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μακρηγορία — μακρηγορίᾱ , μακρηγορία long windedness fem nom/voc/acc dual μακρηγορίᾱ , μακρηγορία long windedness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρηγορίᾳ — μακρηγορίαι , μακρηγορία long windedness fem nom/voc pl μακρηγορίᾱͅ , μακρηγορία long windedness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρηγορία — η (AM μακρηγορία, Α δωρ. τ. μακραγορία) [μακρηγορώ] μακρύς, διεξοδικός, εκτεταμένος λόγος, μακρολογία …   Dictionary of Greek

  • μακρηγορίας — μακρηγορίᾱς , μακρηγορία long windedness fem acc pl μακρηγορίᾱς , μακρηγορία long windedness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρηγορίαν — μακρηγορίᾱν , μακρηγορία long windedness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρηγορίαις — μακρηγορία long windedness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτότητα — η (AM λεπτότης, ητος) [λεπτός] 1. η ιδιότητα τού λεπτού, ισχνότητα, λεπτοφυΐα ή αδυναμία 2. κομψότητα («έχει μια λεπτότητα και λυγεράδα στο κορμί της») 3. (για το πνεύμα) διαύγεια, ευφυΐα, οξύτητα (α. «δίνει απαντήσεις με λεπτότητα» β. «ὦ Ζεῡ… …   Dictionary of Greek

  • μακρηγόρημα — μακρηγόρημα, τὸ (Μ) [μακρηγορώ] μακρηγορία, μακρολογία …   Dictionary of Greek

  • μακρολογία — η (AM μακρολογία) [μακρολόγος] 1. μακρά, διεξοδική ομιλία, μακρηγορία 2. απεραντολογία, πολυλογία …   Dictionary of Greek

  • μακρολόγος — ο (Α μακρολόγος, ον) 1. αυτός που μιλά διεξοδικά, με πολυλογία, με μακρηγορία 2. απεραντολόγος, πολυλογάς. επίρρ... μακρολόγως (Α) 1. λεπτομερώς, διεξοδικά 2. με πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + λόγος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”